- βραδυγλωσσία
- η заикание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραδυγλωσσία — η η δυσκολία στην ομιλία, το τραύλισμα: Η βραδυγλωσσία του τον εμποδίζει και τον κουράζει στην επικοινωνία του με τους άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυγλωσσία — η η δυσχέρεια στην ομιλία, βατταρισμός ή δυσαρθρία … Dictionary of Greek
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
γλωσσοδέτης — ο 1. πάθηση τής γλώσσας που οφείλεται σε σύμφυση τού χαλινού και προκαλεί βραδυγλωσσία 2. λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στην απαγγελία όσο το δυνατόν γρηγορότερα λέξεων ή φράσεων, οι οποίες έχουν όμοιους φθόγγους και προφέρονται δύσκολα 3. φρ.… … Dictionary of Greek
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
τραυλισμός — ο 1. δυσχέρεια στην προφορά ορισμένων συμφώνων και αντικατάστασή τους με άλλα (π.χ. γ αντί του ρ, σ αντί του θ), ψελλισμός. 2. βραδυγλωσσία, κεκεδισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)